καλομίλητος

καλομίλητος
-η, -ο (Μ καλομίλητος, -ον)
ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκομίλητος, πράος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλομίλητος — η, ο γλυκομίλητος: Είναι καλομίλητος και όλοι τον αγαπούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”